σιδηρόφρακτος
Смотреть что такое "σιδηρόφρακτος" в других словарях:
σιδηρόφρακτος — και σιδερόφρακτος και σιδερόφραχτος, η, ο, Ν 1. φραγμένος με σιδερένιο πλέγμα, με σιδερένια κάγκελα 2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που φορεί σιδερένια πανοπλία ή ο βαριά οπλισμένος, πάνοπλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * / σιδερο + φρακτός / φραχτός (<… … Dictionary of Greek
κλιβανάριος — και κριβανάριος, ὁ (Α) 1. οπλισμένος με θώρακα, θωρακοφόρος, σιδηρόφρακτος ιππέας (κλιβανάριοι ὁλοσίδηροι κλίβανα γὰρ οἱ Ρωμαῖοι τὰ σιδηρᾶ καλύμματα καλοῦσι, ἀντὶ τοῦ κηλάμινα», Ιω. Λυδ.) 2. (αμφβλ. σημ.) αρτοποιός, φούρναρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια … Dictionary of Greek
κλιβανισμένος — κλιβανισμένος, η, ον (Μ) θωρακισμένος, θωρακοφόρος, σιδηρόφρακτος ιππέας («ἐπήγαιναν ἔμπροσθέν του Ἀραβίτες,... κλιβανισμένοι», Διγ. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *κλιβανίζω με σημ. «θωρακίζω» (< κλίβανον «θώρακας»)] … Dictionary of Greek
κλιβανοφόρος — και κριβανοφόρος, ὁ (Μ) (για στρατιώτες) βαριά οπλισμένος, θωρακοφόρος, σιδηρόφρακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανον ή κρίβανον «θώρακας» + φόρος (< φέρω), πρβλ. ασπιδο φόρος, τροπαιο φόρος] … Dictionary of Greek
σιδερόφρακτος — η, ο, Ν βλ. σιδηρόφρακτος … Dictionary of Greek
σιδερόφραχτος — η, ο, Ν βλ. σιδηρόφρακτος … Dictionary of Greek
σιδηράμφιος — ία, ον, ΜΑ περιβεβλημένος με σίδηρο, σιδηρόφρακτος («ἀσπίδα καὶ δόρυ ἔχοντα καὶ ὅλον σιδηραμφίον ὑπάρχοντα», Καισάρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + αμφιος (< ἀμφιέννυμι)] … Dictionary of Greek